-
1 комфорт
-
2 комфортабельный
-
3 удобство
удобство с η άνεση, το κομφόρ* это большое \удобство είναι μεγάλη ευκολία* со всеми \удобствоами (о помещении) με ανέσεις* * *сη άνεση, το κομφόρэ́то большо́е удо́бство — είναι μεγάλη ευκολία
со все́ми удо́бствами (о помещении) — με ανέσεις
-
4 благоустроиство
благоустро||и́ствос ἡ καλή ὀρ-γάνωση [-ις], ἡ ταχτοποίηση [-ις]/ ἡ ἄνεση[-ις], τό κομφόρ (квартиры):\благоустроиствои́ство города ὁ ἐξωραϊσμός τής πόλης. -
5 комфорт
комфортм ἡ ἄνεση, τό κομφόρ, τό νουζούρι. -
6 удобство
удобств||ос ἡ ἄνεση [-ις], τό κομφόρ, ἡ εὐκολία:квартира со всеми \удобствоами διαμέρισμα μέ ὅλες τίς ἀνέσεις· из соображений \удобствоа γιά περισσότερη ἄνεση. -
7 комфорт
-а α.τα κομφόρ, οι ανέσεις.
См. также в других словарях:
κομφόρ — το συν. στον πληθ. τα κομφόρ ανέσεις, ευκολίες, βολές («σπίτι με όλα τα κομφόρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. confort < ρ. conforter < λατ. conforto, «ενισχύω»] … Dictionary of Greek
κομφόρ — τα (λ. γαλλ.), ανέσεις, ευκολίες: Έφτιαξε σπίτι με όλα τα κομφόρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)